- διαζώστρα
- η1) набедренная повязка; 2) пояс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαζώστρα — η (Α διαζώστρα) [διαζωννύω] 1. η ζώνη 2. το διάζωμα … Dictionary of Greek
διαζώστρας — διαζώστρᾱς , διαζώστρα fem acc pl διαζώστρᾱς , διαζώστρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζώστραν — διαζώστρᾱν , διαζώστρα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζώστραις — διαζώστρα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)